κρατάρχης

κρατάρχης
κρατάρχης, ὁ (Μ)
ηγεμόνας, αυτοκράτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος + ἄρχης (< ἄρχω), πρβλ. νομ-άρχης, στρατ-άρχης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κράταρχος — κράταρχος, ὁ (Μ) κρατάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος + αρχος (< ἀρχός), πρβλ. δήμ αρχος, ίππ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • κραταρχία — κραταρχία, ἡ (Μ) [κρατάρχης] αυτοκρατορία, κυριαρχία, ηγεμονία …   Dictionary of Greek

  • κραταρχώ — κραταρχῶ, έω (Μ) [κρατάρχης] είμαι αυτοκράτορας, ηγεμόνας, ηγεμονεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”